- κατωρχέοντο
- κατορχέομαιdance in triumph overimperf ind mp 3rd pl (epic doric ionic aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κατορχούμαι — κατορχοῡμαι, έομαι (Α) 1. χορεύω θριαμβευτικά εμπαίζοντας κάποιον, χορεύω από χαιρεκακία για χλευασμό κάποιου («ἀναβαίνοντες γὰρ ἐπὶ τοὺς προμαχεῶνας τοῡ τείχεος οἱ Βαβυλώνιοι κατωρχέοντο καὶ κατέσκωπτον Δαρεῑον», Ηρόδ.) 2. υποτάσσω ή μαγεύω με… … Dictionary of Greek